Με συνέπεια και Ανεξάρτητο λόγο Κινούμαστε Δυναμικά

Για ένα Απαλλαγμένο απο κομματικές εξαρτήσεις ΟΕΕ

Για την Αναβάθμιση της Οικονομικής Επιστήμης

Για Επαγελματική Αξιοπρέπεια

Πώς μπορεί να ανασχεθεί και αντιστραφεί το brain drain. Του Γωνιάδη Ηρακλή

Η φυγή επιστημόνων και τεχνιτών υψηλών προσόντων και δεξιοτήτων (brain drain) συνιστά μεγάλη απώλεια αναπτυξιακής αλλά και ευρύτερα κοινωνικής, πολιτιστικής και εθνικής δυναμικής, η οποία δε μπορεί να αντιμετωπισθεί με πυροτεχνήματα αλλά με μια πιο ολοκληρωμένη προσέγγιση, εάν βέβαια υπάρχει ειλικρινής βούληση της εγχώριας “νομενκλατούρας”.

Στο βαθμό λοιπόν που είναι επιθυμητή η επίλυση του προβλήματος θα πρέπει να ληφθούν μέτρα που να στοχεύουν κατ’ αρχή στην ανάσχεση των εκροών εκείνων που βρίσκονται σε τροχιά μετανάστευσης και μετά στην προσέλκυση των ξενιτεμένων, οι οποίοι –εκτός από τις μειωμένες προσδοκίες αξιοπρεπούς διαβίωσης και διαμόρφωσης σταδιοδρομίας– είχαν να διαχειριστούν τη μιζέρια της ελληνικής πραγματικότητας όπου κυριαρχεί η διαφθορά, η αναξιοκρατία και η γραφειοκρατία.

Ως μόνη διέξοδο προς την κατεύθυνση αυτή διακρίνουμε την ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας με μια σειρά μέτρων δημιουργίας καθεστώτος δοκιμαστικής λειτουργίας κάθε επιχειρηματικής εκκίνησης (startup), παρέχοντας την ευκαιρία σε κάθε πρωτόπειρο επιχειρηματία να πειραματιστεί με την ιδέα μιας “Επιχείρησης σε Εκκρεμότητα” με:

Πρώτον, απλή (ηλεκτρονική) δήλωση δραστηριότητας (ΚΑΔ) και διεύθυνσης της έδρας για τη λήψη ΑΦΜ από τη “ΔΟΥ Νεοφυών Επιχειρήσεων”, χωρίς περιορισμούς στο αντικείμενο δραστηριότητας και στην εθνικότητά του.

Δεύτερον, onLine σύνδεση με τη “ΔΟΥ Νεοφυών Επιχειρήσεων” μέσω της ηλεκτρονικής πλατφόρμας My Data, ώστε να καταχωρούνται άμεσα οι συναλλαγές τους με τρίτους και να υπολογίζεται ο ΦΠΑ.

Τρίτον, τη χρήση ιδίων κεφαλαίων χωρίς πόθεν έσχες (όχι μόνο στην αγορά ακινήτων για την απόκτηση της visa).

Τέταρτον, δοκιμαστική περίοδο λειτουργίας (π.χ. τριετία ή μέχρις ενός ύψους κύκλου εργασιών) ως την τελική απόφαση συνέχισης ή λύσης, χωρίς συνέπειες ή επιπλέον κόστος.

Πέμπτον, προαιρετική ασφάλιση του νέου επιχειρηματία και δυνατότητα κάλυψης μισθολογικού κόστους και ασφαλιστικών εισφορών των στελεχών του μέσω προγραμμάτων, με κλιμάκωση του ποσοστού επιχορήγησης ανάλογα με τις δημιουργούμενες νέες θέσεις εργασίας, την προστιθέμενη αξία, την αειφορία, τις εξαγωγές και τη συμμετοχή σε clusters, για παράδειγμα.

Έκτον, εκκαθάριση του ΦΠΑ στο τέλος της δοκιμαστικής περιόδου για την απόδοση του χρεωστικού υπολοίπου, με το πιστωτικό να το υφίσταται ως κόστος ο επίδοξος επιχειρηματίας σε περίπτωση ανάκλησης της παραπάνω δήλωσης, χωρίς άλλη του οικονομική υποχρέωση. Επίσης για τον συμψηφισμό μετά την επισημοποίηση της λειτουργίας (ακόμη και πριν τη λήξη της περιόδου χωρίς να θιγούν οι άλλου είδους παροχές εφόσον υφίστανται τα ανάλογα κριτήρια) και την έναρξη τήρησης των προβλεπόμενων φορολογικών του διαδικασιών και υποχρεώσεων μέσω της ηλεκτρονικής πλατφόρμας.

Έβδομον, επίσπευση των διαδικασιών απονομής δικαιοσύνης επί υποθέσεων σχετιζόμενων με τη λειτουργία τους (π.χ. δικαιώματα ευρεσιτεχνιών, συμβάσεις, αθέτηση υποχρεώσεων κλπ.), με οικονομική (π.χ. απαλλαγή χαρτοσήμων και τελών) και συμβουλευτική στήριξη.

 

 

Όγδοον, ένταξη της συνεχιζόμενης επιχειρηματικής δομής με την κατάθεση συνοπτικού επιχειρηματικού σχεδίου σε έναν χαμηλό συντελεστή φορολογίας, ο οποίος θα φθίνει μέχρι ένα “κατώφλι” (π.χ. 12%, όσο και των όμορων κρατών για την ανακοπή του Business Drain), καθώς θα αυξάνονται οι θέσεις εργασίας υψηλών προσόντων και οι εξαγωγές, αλλά και θα διατηρείται η αειφόρος ανάπτυξη για όλη τη διάρκεια λειτουργίας της επιχείρησης.

Ένατον, εμπλοκή Δήμων της χώρας με τη διάθεση, έναντι συμβολικού τιμήματος, χώρων ή κτηρίων που μένουν ανεκμετάλλευτα, ή την παροχή διευκολύνσεων χρήσης υποδομών (π.χ. απαλλαγή δημοτικών τελών, δωρεάν ίντερνετ, ταχύρρυθμη εκπαίδευση-κατάρτιση, εθελοντική συμβουλευτική υποστήριξη έμπειρων συνταξιούχων ή μη στελεχών κλπ.) στο πλαίσιο ή όχι “θερμοκοιτίδας” με σύμπραξη των τοπικών επαγγελματικών ενώσεων.

Δέκατον, υποστήριξη του όλου εγχειρήματος από το επιχειρηματικό κατεστημένο, το οποίο είναι καιρός πια να εκδηλώσει έμπρακτο ενδιαφέρον για τη δημιουργία ενός οικοσυστήματος που θα ευνοεί κάθε επιχειρηματική πρωτοβουλία, χωρίς αποκλεισμούς και κομματικούς εναγκαλισμούς. Είναι αναγκαία η μετάθεση ισχύος από την ανάδειξη κομματικών διοικήσεων των επαγγελματικών τους ενώσεων, προς την ανάπτυξη ενός πλέγματος σχέσεων δικτύωσης μεταξύ επιχειρήσεων κάθε μεγέθους.

Η “κομμουνιστική” Κίνα

Το μεταβατικό αυτό καθεστώς να ισχύει και για τους Έλληνες που έχουν μεταναστεύσει, ανεξάρτητα αν επιστρέψουν στη χώρα ή όχι, αρκεί να προχωρήσουν στην πειραματική λειτουργία της επιχείρησής τους. Ως φορείς πολύ καλών επιχειρηματικών ιδεών και εμπειριών ενισχύουν την πιθανότητα επιτυχίας της επιχειρηματικής τους εκκίνησης και επαναπατρισμού τους με τους δικούς τους όρους. Μπορούν, με άλλα λόγια, να αναλάβουν ή να υποστηρίξουν επιχειρηματικές πρωτοβουλίες, αξιοποιώντας τις σχέσεις τους στις χώρες που μετοίκησαν, ενισχύοντας τον αποδεκατισμένο ιδιωτικό τομέα και την επανάσταση της οικονομικής ανεξαρτησίας της χώρας μας.

Οι άνθρωποι αυτοί βρίσκονται στη πιο παραγωγική ηλικία, διαθέτουν τίτλους σπουδών τριτοβάθμιας και μεταπτυχιακής εκπαίδευσης ή έχουν υψηλή τεχνική κατάρτιση, είναι γλωσσομαθείς και ικανοί για άμεση ένταξη στον παραγωγικό και κοινωνικό ιστό, με δυνατότητα μεταφοράς της τεχνογνωσίας και μέρους του κοινωνικού τους κεφαλαίου στη χώρα.

Ακόμη και η “κομμουνιστική” Κίνα έχει θεσπίσει προγράμματα ταλέντων και επιχειρηματικά πάρκα εκκίνησης, προκειμένου να ενθαρρύνει τους μετανάστες της να επιστρέψουν και να συμβάλουν στην οικονομική της ανάπτυξη. Χωρίς ένα καλύτερο ανθρώπινο δυναμικό και την άρση όλων των εμποδίων ενθάρρυνσης της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, δεν είναι δυνατή η οικονομική και κοινωνική ανάκαμψη.

Ανθρώπινο δυναμικό υψηλών προσόντων

Η στρατηγική διαφοροποίησης στηρίζεται πια στο ανθρώπινο δυναμικό των υψηλών προσόντων και δεξιοτήτων και την άκρως ανταγωνιστική επιστημονική και τεχνική τους κατάρτιση. Το αναξιοποίητο αυτό δυναμικό που συνιστά το πραγματικό και μη αντιγράψιμο συγκριτικό πλεονέκτημα της χώρας μας, το ιδιοποιούνται τρίτοι διαμορφώνοντας τις κατάλληλες για τούτο συνθήκες.

 

 

Η κινητοποίηση των ικανών εκείνων που παραμένει ακόμη στη χώρα και η παλιννόστηση κάποιων, δεν είναι εύκολη υπόθεση, ούτε και προκαλείται με “καθρεφτάκια για ιθαγενείς”. Αυταπατώνται όσοι νομίζουν ότι μπορούν να κρατήσουν ζωντανό για πολύ ακόμη, το μοντέλο που τους εξασφάλιζε ψήφους και εισοδήματα ικανά για να διαφεντεύουν τη χώρα.

Ή ότι οι εισαγόμενες επενδύσεις θα τους ενισχύσουν στην προσπάθειά τους να παραμείνουν στην πολιτική, οικονομική και κοινωνική εξουσία, λόγω των θέσεων εργασίας και των εισοδημάτων που θα δημιουργούν. Οι θέσεις αυτές είναι χαμηλόμισθες στη συντριπτική τους πλειοψηφία και θα έλκουν εργαζόμενους περιορισμένων δεξιοτήτων και προσδοκιών που ανεξέλεγκτα πια εισρέουν στη χώρα τα τελευταία χρόνια.

Οι ευθύνες του εκπαιδευτικού συστήματος

Η όποια παραγωγική ανασυγκρότηση δεν μπορεί να στηριχθεί στη χαμηλή προστιθέμενη αξία, στην απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων και σε αμοιβές παρόμοιες με εκείνες των χωρών μικρού κόστους παραγωγής και μεγάλου ανθρώπινου πόνου. Η επένδυση που έχει γίνει από τα ελληνόπαιδα, τις οικογένειές τους και τη χώρα στο σύνολό της, έχει δημιουργήσει δικαιολογημένες προσδοκίες.

Αυτές, λοιπόν, είναι δύσκολο αν όχι αδύνατο να ικανοποιηθούν στο πλαίσιο ενός παραγωγικού μοντέλου του οποίου η αποτελεσματικότητα θα φθίνει όσο εξελίσσεται η ρομποτική παραγωγή. Ούτε και είναι ικανό το μοντέλο αυτό να προκαλέσει το ενδιαφέρον τους για επιστροφή και διεκδίκηση ενός –επιδοματικού μάλλον– μέλλοντος, του οποίου γνωρίζουν τα αδιέξοδα χαρακτηριστικά καλύτερα από τους πολιτικούς και οικονομικούς αυθέντες της χώρας.

Την αναντιστοιχία προσφοράς και ζήτησης δεξιοτήτων στην αγορά εργασίας είναι μυωπικό να τη χρεωθεί μόνο το εκπαιδευτικό σύστημα. Ευθύνη φέρει και η επιχειρηματική δομή (μεταπρατική και ρηχή), καθώς η ζήτηση διαμορφώνει την προσφορά. Θέτοντάς το διαφορετικά, η ελληνική επιχείρηση αποδείχθηκε αδύναμη και ανεπαρκής στην απορρόφηση του υφιστάμενου δυναμικού υψηλών προσόντων, το οποίο και αναζήτησε την τύχη του εκτός Ελλάδας.

Άρα, δεν ευθύνονται μόνο οι δαπάνες για εκπαίδευση (και η ποιότητά της) στη χώρα μας που το 2017 ήταν στο 3,9% του ΑΕΠ (μέσος όρος ΕΕ 4,6%), αλλά και εκείνες που αφορούν στις πραγματικές επενδύσεις των επιχειρήσεων σε επιστημονικό-τεχνολογικό υπόβαθρο και στην εξωστρέφειά τους. Αυτό εξηγεί σε κάποιο βαθμό γιατί το κατά κεφαλήν εισόδημα της χώρας μας υστερεί δραματικά από κείνο της Γερμανίας και Ισπανίας, παρότι βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο σε ό,τι αφορά τη διάρκεια εκπαίδευσης που θεωρείται ότι το επηρεάζει μακροπρόθεσμα.

 

https://slpress.gr


Σχολιάστε εδώ

για να σχολιάσετε το παραπάνω θέμα πρέπει να εισέλθετε


x

Τι θέλετε να αναζητήσετε;